- άβουλος
- η , ο [ος , ον ]1) безвольный, слабохарактерный; нерешительный; 2) неосмотрительный, неосторожный; 3) неосновательный (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἄβουλος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβουλος — η, ο (Α ἄβουλος, ον) [βουλή] ο δίχως βούληση, θέληση νεοελλ. ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος … Dictionary of Greek
άβουλος — η, ο αυτός που δεν έχει βούληση, αναποφάσιστος: Ύστερα από την αρρώστια είχε καταντήσει ένα άβουλο πλάσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβουλότερον — ἄβουλος inconsiderate adverbial comp ἄβουλος inconsiderate masc acc comp sg ἄβουλος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλοτάτων — ἄβουλος inconsiderate fem gen superl pl ἄβουλος inconsiderate masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλοτέρων — ἄβουλος inconsiderate fem gen comp pl ἄβουλος inconsiderate masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλότατα — ἄβουλος inconsiderate adverbial superl ἄβουλος inconsiderate neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλότατον — ἄβουλος inconsiderate masc acc superl sg ἄβουλος inconsiderate neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβούλως — ἄβουλος inconsiderate adverbial ἄβουλος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄβουλον — ἄβουλος inconsiderate masc/fem acc sg ἄβουλος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλοτάτην — ἄβουλος inconsiderate fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)